ἄλλιξ

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλιξ Medium diacritics: ἄλλιξ Low diacritics: άλλιξ Capitals: ΑΛΛΙΞ
Transliteration A: állix Transliteration B: allix Transliteration C: alliks Beta Code: a)/llic

English (LSJ)

ῐκος, ἡ,

   A man's upper garment, Euph.144, Call.Fr149 ; purple cloak (Thessal.), EM68.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλιξ: -ῐκος, ἡ, Λατ. alicula, ἀνδρικὸν ἐπανωφόριον, Εὐφορ. Ἀποσπ. 112, Καλλ. Ἀποσπ. 149, ἴδε Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης 3, 337. 6: ὡσαύτως ἄλληξ, ηκος, ἡ, Ἐτυμ. Μ. πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ῐκος, ἡ
cierta prenda con mangas ἄλλικα χρυσείῃσιν ἐεργομένην ἐνετῇσιν Call.Fr.253.11, Euph.156
sujeta con broche o tiras de púrpura, Hsch.α 3170, EM 902, propia de los tesalios EM 902.

• Etimología: Etim. desc. Prob. de aquí viene lat. ālicula.

Greek Monolingual

ἄλλιξ (-ικος), η (Α)
1. αντρικό πανωφόρι
2. πορφυρή χλαμύδα
3. είδος πόρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο από την Ελληνική].

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: mans upper garment (Euph.), χλαμύς, also ἐμπόρπημα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the glosses (EM, Suid.) s. DELG. The word would be Thessalian. - Unknown; from here Lat. alicula.
See also: