Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
η
1. (Βιολ. -Ιατρ.)
αντίδραση υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του
2. αποστροφή, αηδία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλλος + -εργία πρβλ. αγγλ. allergy].