ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery
η (Μ ἀλωπεκήΑ ἀλωπεκή, -έη) δέρμα, προβιά αλεπούςμσν.πονηριά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωπέκειος ή σύμφωνα με άλλη άποψη από αλωπεκ-, θ. της λ. αλώπηξ].