αλωνιστής
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
I ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα)
1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια
2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωνίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός].II ο αλωνεύω
1. ο αλωνιστής
2. ο αλωνάρης, ο Ιούλιος μήνας.