ἁλουργίδιον
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
τό, Dim. of ἁλουργίς, Antiph.310(also attrib. to Ar., Fr.741: vv. ll. ἁλουργαῖον, ἁλουργιαῖον).
German (Pape)
[Seite 109] τό, dim. von ἁλουργίς, Inscr. 1, p. 246.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἁλουργίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155, 56· ἴδε προηγ.
Spanish (DGE)
-ου, τó
• Prosodia: [ᾰ-]
ropita purpúrea Antiph.310 (cj.).
Greek Monolingual
ἁλουργίδιον, το (Α) ἁλουργίς
υποκοριστικό του ἁλουργίς.