αμαξήρης
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
ἁμαξήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα
2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].