ἀμετάπταιστος

From LSJ
Revision as of 11:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάπταιστος Medium diacritics: ἀμετάπταιστος Low diacritics: αμετάπταιστος Capitals: ΑΜΕΤΑΠΤΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ametáptaistos Transliteration B: ametaptaistos Transliteration C: ametaptaistos Beta Code: a)meta/ptaistos

English (LSJ)

ον,

   A infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.

German (Pape)

[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ον
infalible χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.

Greek Monolingual

ἀμετάπταιστος, -ον (Α) [μεταπταίω]
1. αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει
2. αμετάβλητος, σταθερός.