αμβλύστομος

From LSJ
Revision as of 23:22, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αμβλύ στόμα, μη αιχμηρός, μη κοφτερός, στομωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμβλύς + -στομος < στόμα.