αμανάτι

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

και αμανέτι, το
1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη
2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου
3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής].