αμανατιτζής
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
και -νετιτζής, ο
αυτός που παίρνει από κάποιον κάτι ως ενέχυρο, ο ενεχυροδανειστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμανάτι + παραγ. κατάλ. -τζής].