ἀμφώης
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
ες, (οὖς)
A = ἄμφωτος, Theoc.1.28.
German (Pape)
[Seite 146] ες (οὖς), zweiöhrig, mit zwei Henkeln, κισσύβιον Theocr. 1, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφώης: -ες, (οὖς) = ἄμφωτος, Θεόκρ. 1. 28, πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ.
Spanish (DGE)
-ες
de dos asas κισσύβιον Theoc.1.28.
• Etimología: De ἀμφώϝης, de ἀμφί y la raíz de οὖς ‘oído’.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀμφώης: -ες (οὖς) = ἄμφ-ωτος, σε Θεόκρ.