ἀμφώης
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ἀμφώες, (οὖς) = ἄμφωτος, Theoc.1.28.
Spanish (DGE)
-ες
de dos asas κισσύβιον Theoc.1.28.
• Etimología: De ἀμφώϝης, de ἀμφί y la raíz de οὖς ‘oído’.
German (Pape)
[Seite 146] ες (οὖς), zweiöhrig, mit zwei Henkeln, κισσύβιον Theocr. 1, 28.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφώης: с двумя ушками или ручками (κισσύβιον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφώης: -ες, (οὖς) = ἄμφωτος, Θεόκρ. 1. 28, πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀμφώης: -ες (οὖς) = ἄμφ-ωτος, σε Θεόκρ.