ανακεφαλαιώνω

From LSJ
Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

(Α και ἀνακεφαλαιοῦμαι, -όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη
νεοελλ.
ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεφαλαιοῦμαι.
ΠΑΡ. ανακεφαλαίωση (-ις), ανακεφαλαιωτικός].