ἀναπνοϊκός
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ή, όν,
A affecting respiration, νόσος Ptol.Tetr.87.
Greek Monolingual
ἀναπνοϊκός, -ή, -όν (Α)
ο σχετικός με την αναπνοή, αυτός που επιδρά σ’ αυτήν.