αναρρύω

From LSJ
Revision as of 11:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ἀναρρύω (Α)
1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω
2. (μέσ. -ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω
3. επανορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ανάρρυσις].