ἀνανομή

From LSJ
Revision as of 13:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανομή Medium diacritics: ἀνανομή Low diacritics: ανανομή Capitals: ΑΝΑΝΟΜΗ
Transliteration A: ananomḗ Transliteration B: ananomē Transliteration C: ananomi Beta Code: a)nanomh/

English (LSJ)

ἡ,    A redistribution, Eur.Fr.748.

German (Pape)

[Seite 199] (νομή), ἡ, Wiedervertheilung, Eur. Temen. frg. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανομή: ἡ, ἐκ νέου διανομή, «ἀνανομήν· ἀναδασμόν· ἀνανέμειν γὰρ τὸ μερίζειν, Εὐριπίδης Τημένῳ» Ἡσύχ. Ἀποστ. Εὐρ. Τήμεν. 20.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ redistribución E.Fr.748, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀνανομή, η (Α)
ο αναδασμός, η εκ νέου διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -νομή < νέμω.