ἀνάπτυκτος

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπτυκτος Medium diacritics: ἀνάπτυκτος Low diacritics: ανάπτυκτος Capitals: ΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: anáptyktos Transliteration B: anaptyktos Transliteration C: anaptyktos Beta Code: a)na/ptuktos

English (LSJ)

ον,

   A that may be opened, Arist.PA683b15.

German (Pape)

[Seite 204] entwickelt, erklärt; zu entwickeln, Arist. part. anim. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπτυκτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.

Greek Monolingual

ἀνάπτυκτος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί.