ἀνεμοσφάραγος

From LSJ
Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοσφάρᾰγος Medium diacritics: ἀνεμοσφάραγος Low diacritics: ανεμοσφάραγος Capitals: ΑΝΕΜΟΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: anemospháragos Transliteration B: anemospharagos Transliteration C: anemosfaragos Beta Code: a)nemosfa/ragos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit du vent.
Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.

English (Slater)

ᾰνεμοσφᾰρᾰγος
   1 echoing in the wind ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων (P. 9.5)

Spanish (DGE)

(ἀνεμοσφάρᾰγος) -ον que resuenan con el viento κόλποι Pi.P.9.5.

Greek Monolingual

ἀνεμοσφάραγος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων.

Greek Monotonic

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.