ἀνεπιστρεπτεί

From LSJ
Revision as of 16:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

German (Pape)

[Seite 225] ohne sich umzukehren, φεύγειν, Plut., auch ἀνεπιστρεπτί, de audit. 9.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -τί Ph.1.90
adv. sin volver la cabeza, con desdén φεύγοντες ἀ. καὶ δραπετεύοντες ἐκ φιλοσοφίας Plu.2.46e, de Moisés respecto al faraón ἀ. ἀπεδίδρασκεν Ph.l.c., ἀ. μηδενὶ δοὺς ἀπόκρισιν PMag.7.440.

Greek Monolingual

κ. -τί (Α ἀνεπιστρεπτεί, και -τί)
χωρίς επιστροφή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστρεπτεί: Plut. v. l. = ἀνεπιστρεπτί.