ἁπαλυντής
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A worker of hides, currier, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁπαλύνων δέρματα, βυρσοδέψης, «δεψοποιός· βαφεύς, ἁπαλυντὴς» Ζωναρ. 478.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ curtidor Zonar.s.u. δεψοποιός.
Greek Monolingual
ἁπαλυντής, ο (Μ)
εκείνος που κάνει απαλά τα δέρματα, ο βυρσοδέψης.