ἀντίποινα
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τά,
A requital, retribution, ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας prob. in A.Eu.268; ἀντίποινά τινος πράσσειν, λαμβάνειν, to exact retribution for .., Id.Pers.476, S.El.592; ἀντίποιν' ἐμοῦ παθεῖν suffer retribution for me, Id.Ph.316, cf. Nech. in Cat.Cod.Astr.7.145. —In codd. sts. written ἀντάποινα, q.v. Later in sg., as Lib.Decl.43.69.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίποινα: τά, ἀνταπόδοσις, ἀντιπληρωμή, ἀντίποιν’ ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Schütz), ἔνθα τὸ ἀντίποινα τίνῃς = ἀντιτίνῃς, ἵνα πληρώνῃς, ὑποφέρῃς πρὸς ἐξιλέωσιν..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· ἀντίποινά τινος πράσσειν, λαμβάνειν, ἀνταπόδοσιν ἤτοι ποινὴν διὰ ..., ὁ αὐτ. Πέρσ. 476, Σοφ. Ἠλ. 592· οἷ’ Ὀλύμπιοι θεοὶ δοῖέν ποτ’ αὐτοῖς ἀντίποιν’ ἐμοῦ παθεῖν, νὰ τιμωρηθῶσι δι’ ὅσα ἐγὼ ἔπαθον, Σοφ. Φ. 316. ― Ἐν τοῖς χειρογρ. ἐνίοτε εὕρηται γεγραμμένον ἀντάποινα, ὃ ἴδε. Παρὰ μεταγ. καθ’ ἑνικόν, ἀλλὰ πρβλ. ἀντίπονον.