ασημένιος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek Monolingual
-ια, -ιο
1. ο κατασκευασμένος από ασήμι
2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) -ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)].