ἀσαφήνιστος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον,
A not explained, declared, Sch.E.Med.722 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσαφήνιστος: -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722.
Spanish (DGE)
-ον no aclarado, no explicado Sch.E.Med.722.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσαφήνιστος, -ον) σαφηνίζω
αυτός που δεν έχει καταστεί σαφής ή δεν έχει διευκρινιστεί.