ἀστοιχείωτος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον,
A ignorant of the first elements, Ph.1.337.
German (Pape)
[Seite 376] in den Elementen unwissend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστοιχείωτος: -ον, ἀγνοῶν τὰ πρῶτα στοιχεῖα, εἰσαγαγών ἡμᾶς οἷα παῖδας ἄρτι μανθάνειν ἀρχομένους διὰ τῶν σοφίας δογμάτων καὶ θεωρημάτων καὶ μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας ἐν ὑψηλῷ καὶ οὐρανίῳ λόγῳ καταφύτευσον Φίλων 1. 337˙ ἐπὶ πώλων, ὁ μὴ ἔτι δαμασθείς, τὰ σκληρὰ καὶ ἀστοιχείωτα τῶν ἀλόγων ζῴων χαλινοῖς περιτρέπουσιν Κύριλλ. Ἀλ. κ. 2. σ. 33: τὸ παθ. ῥῆμ. ἀστοιχειόομαι, εὕρηται παρὰ τῷ Οἰκουμ. εἰς Ἀποκ. σ. 315, 29.
Spanish (DGE)
-ον
I que ignora los primeros elementos de pers. μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας no dejándonos en la total ignorancia Ph.1.337
•de anim. indómito, no amaestrado Cyr.Al.M.71.61B.
2 carente de un elemento o letra Ἰλιάδα λειπογράμματον ἤτοι ἀστοιχείωτον de la Iliada de Nestor de Laranda, compuesta sin utilizar la letra α, Sud.s.u. Νέστωρ.
Greek Monolingual
-η, -ο στοιχειώνω
1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο»)
2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀστοιχείωτος, -ον)
όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης
αρχ.
αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»].