εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
-η, -ο (AM ἄτροφος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για γυναίκα) στείρα, άγονη
αρχ.
1. ο ατροφικός
2. ο μη θρεπτικός
3. (για γάλα) που δεν πήζει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τροφος < τρέφω.