ἀφιλόξενος

From LSJ
Revision as of 13:11, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόξενος Medium diacritics: ἀφιλόξενος Low diacritics: αφιλόξενος Capitals: ΑΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: aphilóxenos Transliteration B: aphiloxenos Transliteration C: afiloksenos Beta Code: a)filo/cenos

English (LSJ)

ον,

   A inhospitable, Eust. 1733.20.

Spanish (DGE)

-ον inhospitalario, ἀγνώμων καὶ ἀ. Eust.1733.20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀφιλόξενος, -ον)
αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται
νεοελλ.
(για τόπο)
1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους
2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.