βιωφελής
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
ές,
A useful for life, Ph.2.88, al., Luc.Am.51; of persons, Ptol.Tetr.183: Comp., Ph.2.633: Sup., ib.480, Agath.1.7. Adv. -λῶς S.E.M.1.279.
German (Pape)
[Seite 446] ές, für's Leben tauglich, Luc. Amor. 51 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βιωφελής: -ές, χρήσιμος εἰς τὴν ζωήν, Λουκ. Ἐρωσ. 51· συχν. παρὰ Φίλωνι. ― Ἐπίρρ. -λως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 279.
Spanish (DGE)
-ές
1 útil para la vida, útil de abstr. τέχναι Critol.34, cf. ref. la gramática, la poética y la retórica, Tz.Ex.107.22L., δόγματα Ph.1.389, ἀρετή Ph.2.480, el Decálogo, Ph.2.188, γάμοι μὲν ἀνθρώποις βιωφελὲς πρᾶγμα Luc.Am.51, ἀγών Men.Comp.2.9, las lecturas en los banquetes, Varro en Gell.1.22.5, 13.11.5, αἱ ἱστορίαι Agath.1.7.7, ἡ προσθήκη κάλλιστον τοῦτο καὶ βιωφελές Sch.Er.Il.6.16, τι Sch.Er.Il.9.497a
•de pers. περιποιεῖ γυναῖκας ... Ἀφροδίτη ... βιωφελεῖς Ptol.Tetr.4.5.3, ὁ πάντα βιωφελέστατος Αἴσωπος Vit.Aesop.G 1
•neutr. plu. sup. como adv. βιωφελέστατα de la forma más útil posible βιωφελέστατα ἡ σοφία παραινεῖ Clem.Al.Paed.2.7.59
•subst. plu. cosas útiles Tz.Ex.118.23L.
2 adv. -ῶς de forma útil para la vida πολλὰ καλῶς εἰρῆσθαι ... καὶ β. S.E.M.1.279, β. ... ἀνέθηκεν Euthal.Act.M.85.632A.
Greek Monolingual
βιωφελής (-οῡς), -ές (AM)
ωφέλιμος, χρήσιμος για τη ζωή.