βιβλιοφυλάκιον
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A place to keep books in, τὰ βασιλικὰ β. the royal archives, LXX 1 Es.6.21, 23, PTeb.318.23 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 444] τό, ein Ort zum Aufbewahren von Schriften, Archiv, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοφῠλάκιον: τό, μέρος ἔνθα φυλάττονται βιβλία, τὰ βασιλικὰ β., τὰ βασιλικὰ ἀρχεῖα, Ἑβδ. (1. Ἔσδρ. Ϛ΄, 21, 23)· – τὸ ῥῆμα –φυλακέω ἐν Εὐστ. Πονημ. 158. 23· οὐσιαστ. –φύλαξ, Τζέτζ. Ἱστ. 7. 964.
Greek Monolingual
βιβλιοφυλάκιον, το (Α)
τόπος για τη φύλαξη βιβλίων, αρχείο.