βοσπόρειος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ον, v. βόσπορος.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.
Full diacritics: βοσπόρειος | Medium diacritics: βοσπόρειος | Low diacritics: βοσπόρειος | Capitals: ΒΟΣΠΟΡΕΙΟΣ |
Transliteration A: bospóreios | Transliteration B: bosporeios | Transliteration C: vosporeios | Beta Code: bospo/reios |
ον, v. βόσπορος.
-α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.