βοτανολόγος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ὁ,
A gatherer of herbs, Zonar.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ herbolario Zonar.s.u. πιμεντάριος.
Greek Monolingual
ο
ο επιστήμονας ή ερασιτέχνης συλλέκτης βοτάνων.