γαστρόρροια
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ,
A diarrhoea, diarrhea, diarrhœa, Lyd.Ost.33, Steph.in Hp.1.87D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. diarrea, Cyran.2.4.34, Lyd.Ost.33, Steph.in Hp.Progn.78.10, 90.3.
Greek Monolingual
η (Α γαστρόρροια)
νεοελλ.
βλεννώδης υπερέκκριση του στομάχου
αρχ.
διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -ρροια < ρoFoς-ρους < ρέω].