γαγγραίνωμα
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τό, = γαγγραίνωσις (becoming gangrenous, gangrenous affection), Pall. Febr. 7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό medic. afección gangrenosa Pall.Febr.7.
Greek Monolingual
το (Μ γαγγραίνωμα) γαγγραινούμαι
το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης.