γναφικός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
v. κναφικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γναφικός, -ή, -όν, Α και κναφικός, -ή, -όν)
ο γναφευτικός.
Full diacritics: γναφικός | Medium diacritics: γναφικός | Low diacritics: γναφικός | Capitals: ΓΝΑΦΙΚΟΣ |
Transliteration A: gnaphikós | Transliteration B: gnaphikos | Transliteration C: gnafikos | Beta Code: gnafiko/s |
v. κναφικός.
-ή, -ό (AM γναφικός, -ή, -όν, Α και κναφικός, -ή, -όν)
ο γναφευτικός.