γνωρισμός

From LSJ
Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωρισμός Medium diacritics: γνωρισμός Low diacritics: γνωρισμός Capitals: ΓΝΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: gnōrismós Transliteration B: gnōrismos Transliteration C: gnorismos Beta Code: gnwrismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A making known, Arist.AP0.90b16.    2 identification, PTeb.288.15 (iii A. D.).    II recognition, EM735.25, Suid.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, das Bekanntmachen, Arist. anal. post. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

γνωρισμός: ὁ, τὸ ποιεῖν γνωστόν τι, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 3, 2. ΙΙ. ἀναγνωρισμός, Ε. Μ. 735. 25, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
conocimiento τὸν γνωρισμὸν παιδεύουσα Nil.M.79.1052C, cf. Poll.4.32
reconocimiento λόγος ἐν πολέμῳ ἐπὶ γνωρισμῷ τῶν οἰκείων διδόμενος Sud.s.u. σύνθημα, διὰ γνωρισμὸν τοῦ πατρός Tz.ad Lyc.494.

Greek Monolingual

ο (AM γνωρισμός) γνωρίζω
1. η γνωριμία
2. η αναγνώριση
(αρχ.- μσν.) (νομ.) η γνωστοποίηση.

Russian (Dvoretsky)

γνωρισμός: ὁ знакомство, познавание (ὁ ὁρισμός τις γ., sc. ἐστιν Arst.).