δαμί

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

(Μ δαμίν) επίρρ.
λίγο, λιγάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαγμίον, υποκοριστικό του δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός-ζωμίον, κορμός-κορμίον, ψωμός-ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά].