δαγκωματιά
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
και δαγκαματιά και δαγκωματιά, η (Μ δακαματέ και δακαματέα)
1. το δάγκωμα
2. η ποσότητα στερεάς τροφής που μπορεί να αποκοπεί με ένα δάγκωμα, η μπουκιά
νεοελλ.
σημάδι στο δέρμα που προέρχεται από δάγκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαγκωματιά < δάγκωμα και η λ. δαγκαματιά < μσν. δαγκαματία < δάγκαμα(ν) < δαγκάνω.