γυφτουριά
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
η
το σύνολο των γύφτων ή τών σιδηρουργών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + -ουριά (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)].