διικνούμαι

From LSJ
Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

διικνοῦμαι (-έομαι) (Α) ικνούμαι
1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω
2. διηγούμαι, εκθέτω
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους
5. φθάνω ώς ένα σημείο
6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο.