δυσκαταπολέμητος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ον,
A hard to conquer, D.S.2.48.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 2, 48.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαταπολέμητος: -ον, δυσκατανίκητος, Διόδ. 2. 48.
Spanish (DGE)
-ον difícil de conquistar D.S.2.48.
Greek Monolingual
δυσκαταπολέμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπολεμείται.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταπολέμητος: с трудом поддающийся завоеванию (Ἄραβες Diod.).