δύσξενος
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Full diacritics: δύσξενος | Medium diacritics: δύσξενος | Low diacritics: δύσξενος | Capitals: ΔΥΣΞΕΝΟΣ |
Transliteration A: dýsxenos | Transliteration B: dysxenos | Transliteration C: dysksenos | Beta Code: du/scenos |
ον,
A inhospitable, Poll.9.22.
[Seite 685] ungastlich, πόλις Poll. 9, 22.
δύσξενος: -ον, ἄξενος, Πολυδ. Θ΄, 22.
-ον inhóspito πόλις Poll.9.22.
δύσξενος, -ον (Α)
εχθρικός προς τους ξένους.