δυσέργαστος
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον,
A difficult to construct, χώματα J.BJ5.9.2.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu thun, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέργαστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cualidades de difícil elaboración, que tarda en hacerse ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.CP 1.17.7
•de cosa difícil de construir c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.BI 5.360.
2 de pers. reacio al trabajo, mal dispuesto a trabajar Cyr.Al.M.71.1052A.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα δέχεται επεξεργασία («δυσέργαστον ξύλον»)
αρχ.
ενεργ. αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο τεμπέλης.