ἐγερσίβροτος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον,
A awakening men, Procl.H.7.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσίβροτος: -ον, ὁ τοὺς βροτοὺς ἐγείρων, Πρόκλ. Ὕμν. 18.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que despierta o estimula a los hombres fig. ἀρεταί Procl.H.7.18.
Greek Monolingual
ἐγερσίβροτος, -ον (Α)
αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς.