εἰσνέω
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
fut. -νεύσομαι,
A swim into, Th.4.26, Ael.NA13.6.
German (Pape)
[Seite 744] (s. νέω), hineinschwimmen, Thuc. 4, 26 u. Sp., wie Ael. N. A. 13, 6.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, εἰσκολυμβῶ, Θουκ. 4. 26, Αἰλ. π. Ζ. 13. 6.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσνέω;
seul. prés. et impf.
traverser à la nage.
Étymologie: εἰς, νέω².
Greek Monolingual
εἰσνέω (Α)
εισέρχομαι κολυμπώντας.