ἐκλεικτόν
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, A = ἔκλειγμα, Hp.l.c., Dsc.4.185.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεικτόν: τό, φάρμακον ὅπερ δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ ὅπερ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. ecligma, electuarium, Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ἐκλεικτόν, Ἱππ. 401. 41· - ὡσαύτως ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.