ὑποπεπτηῶτες
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
Ep. pf. part. of ὑποπτήσσω (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπεπτηῶτες: Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ. τοῦ ὑποπτήσσω, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες Ἰλ. Β. 312.