Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ἕλιξ, ο, η (Α)
1. στριμμένος ελικοειδώς
2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξ
το βόδι
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξ
βλ. έλικας.