ἔμφροντις
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A anxious, Them.Or.18.219b, Sch.Od.13.421.
German (Pape)
[Seite 820] ιδος, in Sorge, Sp.; Schol. Od. 13, 421 erkl. so ἐνθύμιος, vgl. Lob. Phryn. 514.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, πλήρης φροντίδων, ἀνήσυχος, Θεμίστ. 219Β.
Spanish (DGE)
-ιδος
1 pendiente de algo, preocupado Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.47.8), Olymp.Iob 140.22 (var.), c. constr. prep. πρὸς ἐπιμέλειαν σώματος ἔ. Ephr.Syr.3.181B, c. or. subord. οὐδὲ ὁ νοῦς ἔ. ἐστιν ὁπόθεν τὸ χρύσιον πλεῖον ἔσται σοι ni a tu mente le preocupa de dónde obtendrás más oro Them.Or.18.219b, ἔ. ἦν ... τίνα ἂν ἀναδείξειε ... βασιλέα Socr.Sch.HE 7.24.1, glos. a ἐνθύμιος Sch.Od.13.421.
2 atento, perspicaz de Ulises, Eust.1791.58.
Greek Monolingual
-ι (AM ἔμφροντις, -ι)
αυτός που κατέχεται από φροντίδες, ο ανήσυχος από τις φροντίδες, περίφροντις.