έντομος

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔντομος, -ον)
1. ο χωρισμένος με εντομές
2. το ουδ. ως ουσ. το έντομο
γενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες κ.ά.)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα έντομα
α) σφάγια που θυσιάζονται στους νεκρούς
β) φρ. «ἔντομα ποιῶ» — θυσιάζω
2. oἱ ἔντομοι
οι ένορκοι.