ἐξοδιαστής
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A spendthrift, Anon.in Rh.119.6.
Greek Monolingual
και ξοδιαστής, ο (Μ ἐξοδιαστής) εξοδιάζω
αυτός που ξοδεύει αλόγιστα, άσωτος
μσν.
οικονομικός αξιωματούχος.