επέμβαση

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

η (AM ἐπέμβασις) επεμβαίνω
νεοελλ.
1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση»)
2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους
3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας
4. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
αρχ.-μσν.
1. έφοδος, επίθεση («αἱ συνεχεῖς τῶν μαχομένων ἐπεμβάσεις καὶ ὑπαναχωρήσεις»)
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἐπεμβάσεις
βαθμίδες («επεμβάσεις τών κρηπίδων»).